- παραφθορά
- παραφθορά̱ , παραφθοράcorruptionfem nom/voc/acc dualπαραφθορά̱ , παραφθοράcorruptionfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραφθορᾷ — παραφθορά corruption fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφθορά — η, ΝΜΑ [παραφθείρω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παραφθείρω, ελαφρή φθορά, μικρή αλλοίωση προς το χειρότερο … Dictionary of Greek
παραφθοράν — παραφθορά̱ν , παραφθορά corruption fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άκουφος — Παραφθορά του ονόματος του αγίου Ιακώβου του Πέρση (Ιάκωβος Άκουβος Άκουφος). Μαρτύρησε μεταξύ των ετών 392 393 στην Περσία και η μνήμη του τιμάται στις 27 Νοεμβρίου. Ιδιαίτερα τιμούν τον Ά. οι Κύπριοι … Dictionary of Greek
παραφθοραῖς — παραφθορά corruption fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφθορᾶς — παραφθορά corruption fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γουέλφοι και Γιβελίνοι — Πολιτικές μερίδες, οι πιο ονομαστές στην ιστορία της μεσαιωνικής Ευρώπης. Πρωτοεμφανίστηκαν στη Γερμανία, όταν μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Ερρίκου E’ της Φραγκονίας (1125), οι μεγάλοι εκκλησιαστικοί ηγέτες της χώρας, με την υποστήριξη του… … Dictionary of Greek
Λιάπηδες — Οι κάτοικοι της Λιαπουριάς, στο νοτιοδυτικό τμήμα της Αλβανίας. Πρόγονοί τους ήταν οι Ιάπυγες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη γειτονική Απουλία και από παραφθορά του ονόματός τους δημιουργήθηκε ο νεότερος τύπος Λιάπης. Τον 14o και τον 15o αι.… … Dictionary of Greek
Κίστιβερ — Κίστιβερ, ὁ (Α) (στη Ρώμη) ένας από τους πέντε άνδρες που επαγρυπνούσαν κατά τις νυχτερινές ώρες για την τήρηση τής δημόσιας τάξης και ησυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παραφθορά τού λατ. quinquevir cis Tiberim] … Dictionary of Greek